- ἀλλαχόσε
- ἀλλαχόσεelsewhitherindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλαχόσε — ἀλλαχόσε επίρρ. (Α) προς άλλο μέρος, σε άλλο τόπο, αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. σε] … Dictionary of Greek
TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
μεθιδρύω — (Α) 1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.) 2. μέσ. μεθιδρύομαι α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε… … Dictionary of Greek